ιδιότητα

ιδιότητα
[-ης (-ητος)] η
1) свойство; качество;

γενικές ιδιότητες των σωμάτων — общие свойства тел;

έμφυτη (επίκτητη) ιδιότητα — прирождённое (приобретённое) свойство;

έχει την ιδιότητ... — ему свойственно...;

2) особенность, отличительная черта;
3) атрибут;

§ με την ιδιότητα τού γραμματέα — в качестве секретаря


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ιδιότητα" в других словарях:

  • ιδιότητα — η 1. το ιδιαίτερο γνώρισμα κάποιου πράγματος ή προσώπου: Όταν θερμαίνονται τα μέταλλα, έχουν την ιδιότητα να διαστέλλονται. – Φυσικές ή χημικές ιδιότητες κάποιου στοιχείου. – Θεραπευτική ιδιότητα. 2. αξίωμα ή ιδιαίτερη θέση που κατέχει κάποιος:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιότητα — η (ΑΜ ἰδιότης) [ίδιος (Ι)] το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε προσώπου ή πράγματος νεοελλ. στον πληθ. (φιλοσ.) οι ιδιότητες τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που ενυπάρχουν στα πράγματα πέρα και ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • ἰδιότητα — ἰδιότης peculiar nature fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμεριστική ιδιότητα — Κοινή ιδιότητα των πράξεων της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού που εκφράζεται με τις ταυτότητες: (α + β)γ = αγ + βγ, γ(α + β) = γα + γβ. Γενικά, ως ε.ι. ενός τελεστή Α ως προς την πράξη xψ εννοείται η ιδιότητα που εκφράζεται από την ισότητα:… …   Dictionary of Greek

  • μεταθετική ιδιότητα — Έστω ένα σύνολο I και έστω ότι στο σύνολο αυτό έχει οριστεί μια κάποια πράξη, την οποία μπορούμε να συμβολίσουμε με το σύμβολο •. Θα λέμε ότι η πράξη • είναι μ., αν και μόνον αν για κάθε α και για κάθε β από το I ισχύει ότι: α • β = β • α. Αν I,… …   Dictionary of Greek

  • προσεταιριστική ιδιότητα — Έστω ότι σε ένα σύνολο, Ε, έχει οριστεί μια πράξη, *· λέμε ότι η πράξη * είναι προσεταιριστική, όταν, και μόνον όταν, για κάθε α,β,γ από το Ε ισχύει: α * (β * γ)=(α * β) * γ. Π.χ. η πρόσθεση, +, στο σύνολο των πραγματικών αριθμών είναι… …   Dictionary of Greek

  • ραδιενέργεια — Ιδιότητα ορισμένων στοιχείων να αποσυνθέτουν αυτόματα (φυσική ρ.) ή τεχνητά (τεχνητή ρ.) τους ατομικούς πυρήνες, με εκπομπή σωματιδιακών ακτινοβολιών (α και β) και ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (γ). Οι πρώτες μελέτες επί της φυσικής ρ. ανάγονται …   Dictionary of Greek

  • διαφάνεια — Ιδιότητα ενός σώματος να επιτρέπει τη δίοδο ακτινοβολίας από αυτό. H έννοια της δ., η οποία αναφερόταν αρχικά στο φως, επεκτάθηκε σταδιακά στις άλλες ηλεκτρομαγνητικές και στις σωματιδιακές ακτινοβολίες. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η δ.,… …   Dictionary of Greek

  • παραμαγνητισμός — Ιδιότητα μερικών σωμάτων να μαγνητίζονται ελαφρά όταν βρεθούν σε ένα μαγνητικό πεδίο, κατά τη διεύθυνση αυτού του ίδιου του πεδίου. Η ιδιότητα αυτή οφείλεται στην υπάρχουσα εκ δομής μαγνητική ροπή των ατόμων (ή μορίων) που συγκροτούν τα… …   Dictionary of Greek

  • πλαστικότητα — Ιδιότητα ορισμένων σωμάτων, με εξωτερική εμφάνιση στερεών σωμάτων (π.χ. ο καθαρός μόλυβδος και τα κράματα του, το γυαλί) τα οποία, όταν υποστούν μηχανική καταπόνηση, παρουσιάζουν παραμόρφωση που αυξάνεται συνεχώς, αν η καταπόνηση παραμένει η ίδια …   Dictionary of Greek

  • αδιαχώρητο — Ιδιότητα της ύλης, χάρη στην οποία δύο σώματα δεν μπορούν να καταλάβουν την ίδια θέση στην ίδια χρονική στιγμή. Πρόκειται για μία φυσική ιδιότητα, που χαρακτηρίζει την ύπαρξη της ύλης. Αναγνωρίζεται ευκολότερα η ιδιότητα σε μείξεις στερεών ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»